- σένια
- η стул (с отверстиями в сиденье)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σένια — η, Ν κάθισμα με τρυπητή βάση … Dictionary of Greek
Δαλματία — (Dalmacija). Παράκτια ιστορική γεωγραφική περιοχή (περ. 15.000 τ. χλμ.) στο δυτικό τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου, στην Αδριατική που σήμερα πολιτικά ανήκει κατά το μεγαλύτερος μέρος της στην Κροατία και λιγότερο στη Βοσνία Ερζεγοβίνη και στο… … Dictionary of Greek
Ουσκόκοι — Σλάβοι πολεμιστές, που χρησιμοποιήθηκαν στη Βαλκανική εναντίον των Τούρκων και, μετά το 1526, εγκαταστάθηκαν με την προστασία των Αψβούργων, στις δαλματικές και ιστριακές ακτές, με κύρια βάση τη Σένια. Η πειραματική δραστηριότητά τους ανάγκασε τη … Dictionary of Greek